Παναγιώτατος

Παναγιώτατος
Τίτλος του Οικουμενικού πατριάρχη. Επικράτησε μετά τον 9o αι. και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Στους βυζαντινούς χρόνους τον τίτλο έφερε και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
* * *
ο (Μ Παναγιώτατος)
βλ. πανάγιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παναγιώτατος — πανάγιος all holy masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …   Dictionary of Greek

  • πανάγιος — α, ο (ΑΜ πανάγιος, ία, ον) 1. αγιότατος, ιερότατος 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) βλ. Παναγία νεοελλ. 1. φρ. «Πανάγιος Τάφος» ο τάφος τού Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, καθώς και ο τόπος ή ο ναός όπου βρίσκεται ο τάφος 2. ζωολ. γένος κολεοπτέρων… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱՍՈՒՐԲ — (սրբոյ.) NBH 1 0066 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. Ամենեւին սուրբ. որպէս աղբիւր ամենայն սրբութեան, սուրբն սրբոց. (Աստուծոյ եւ աստուածայնոց սեպհական.) πανάγιος, παναγιώτατος, παναγέστατος sanctissimus,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”